- ὀτιαφόροι
- ὀτιαφόροι· οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται· ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος, AB 287.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οτιαφόροι — ὀτιαφόροι, οί (Α) (κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + φόρος*] … Dictionary of Greek